Ελληνική οικογένεια: το παραμύθι
Ακούω πολύ συχνά πόσο καλύτερα είμαστε στην Ελλάδα γιατί διατηρούμε ακόμα τις παραδόσεις μας και την οικογενειοκρατία και ότι αυτός είναι και ο λόγος που οι Έλληνες έφηβοι, σε αντίθεση με τους εφήβους άλλων χωρών, δεν πέφτουν στο σεξ και στα ναρκωτικά από τα 12. Εξ'ίσου συχνά, κάνω δύο σκέψεις. Η πρώτη είναι πως μάλλον εγώ ζω σε άλλη χώρα, γιατί καθημερινά παρατηρώ τους εφήβους να καπνίζουν και να κάνουν σεξ και να πίνουν και να βγαίνουν ως τα χαράματα. Η δεύτερη είναι πως καλό θα ήταν για όλους μας να βγούμε από αυτό το ανακουφιστικό μεν, ανακριβές δε παραμύθι περί της αξίας των παραδόσεων και της οικογένεις στην Ελλάδα. Όχι, δεν έννοω πως δεν τα χρειαζόμαστε όλα αυτά. Εννοώ πως ζούμε σε διαφορετική εποχή πλέον, δυστυχώς όμως με ακριβώς την ίδια νοοτροπία που είχαμε κάποτε. Θα σας εξηγήσω γιατί.
Οι ιστορίες που ακούμε όλοι από τις γιαγιάδες και τους παππούδες μας (εγώ είμαι γεννημένη το 1982 οπότε μιλάω για ιστορίες ανθρώπων γεννημένων στις αρχές του 1900) έχουν παρεμφερή στοιχεία. Η γυναίκα πάνω-κάτω ήταν σύζυγος, μητέρα και νοικοκυρά και ο άντρας αρχηγός του σπιτιού και κουβαλητής. Λίγη σημασία είχε η ικανοποίηση της γυναίκας, σε οποιοδήποτε επίπεδο, και λίγες φορές ο άντρας θα παραπονιόταν ότι τον πόνεσε η μέση του από το κουβάλημα. Τα παιδιά καλούνταν να είναι σωστά και ηθικά, να βοηθάνε στο σπίτι, να είναι άριστοι μαθητές. Δε θα εξετάσω κατά πόσον αυτά τα δυναμικά ήταν υγιή, κατά πόσον επέτρεπαν στον καθένα να διαθέτει παιδικότητα ή ανθρώπινη φύση ή ανθρώπινους πόνους. Δεν έχει σημασία: έτσι είχε αποφασιστεί ότι πρέπει να λειτουργούν οι οικογένειες και οι κοινωνίες. Και σε ένα πρακτικό επιπέδο, λειτουργούσε αυτό το σύστημα. Μόνο σε ένα πρακτικό επίπεδο όμως.
Καθώς προχωρούσαν τα χρόνια, οι καταστάσεις άλλαζαν. Οι γυναίκες τώρα σπούδαζαν, άρχισαν να δουλέυουν, μερικές φορές είχαν την οικονομική δυνατότητα να συνεισφέρουν και στο σπίτι (η αρχική σκέψη ήταν πως η γυναίκα θα εργαζόταν για να καλύπτει τα προσωπικά της έξοδα μόνο). Και το λογικό επακόλουθο αυτού θα έπρεπε να είναι πως η κατάσταση θα ήταν πιο ευχάριστη...Τα πράγματα όμως, αντί να καλυτερεύουν, χειροτερεύαν. Στις αρχές του 21ου αιώνα, τα διαζύγια είχαν φτάσει στο 40%. Οι γυναίκες τώρα είχαν μόνιμα παράπονα, πως οι άντρες του δε βοηθάνε με το σπίτι, δε βοηθάνε με το παιδί, ενίοτε δε πως μόνο εκείνες έφερναν χρήματα στο σπίτι. Οι άντρες είχαν κι εκείνοι παράπονα πως είχαν αλλάξει τα πράγματα, πως οι πατεράδες τους δε χρειαζόταν να φοράνε ποδιές και οι μανάδες τους μαγείρευαν κάθε μέρα. Και τα παιδιά παρακολουθούσαν όλες αυτές τις διενέξεις και βρίσκονταν εν μέσω ενός μεγάλου διλλήματος: ο γάμος δε φαινόταν ιδιαίτερα ελκυστική πρόταση με βάση όσα έβλεπαν στα σπίτια τους, μα από την άλλη οι γονείς τους έλεγαν πως κάποτε έπρεπε να παντρευτούν, η εκκλησία έλεγε πως κάποτε έπρεπε να παντρευτούν, η κοινωνία έλεγε πως κάποτε έπρεπε να παντρευτούν, οι φίλοι και οι φίλες που ίσως δεν το ανέλυαν τόσο πολύ είχαν ήδη παντρευτεί!! Έτσι δημιουργήθηκε η προβληματισμένη (δε θέλω να πω προβληματική) γενιά των παιδιών (πλέον παντρεμένων, στην πλεοψηφία τους, ενηλίκων) του 1970-1980.
Τα παιδιά αυτά γεννήθηκαν στο μεταίχμιο μίας ανάπτυξης που ποτέ δε θα ολοκληρωνόταν. Παρατηρούσαν καθημερινά πατεράδες να ευνουχίζονται στο βωμό του βίαιου φεμινισμού που ξέσπασε μετά από χρόνια γυναικείας καταπίεσης, μητέρες νάρκισσους να παίρνουν το αίμα των μητέρων τους πίσω με το να απαιτούν (βοήθεια, τελειότητα) και να παρακρατούν (τρυφερότητα, σεξουαλικές επαφές), τα παιδιά αναλάμβαναν την εξιλέωση και τη δικαίωση των γονιών στις δικές τους σχέσεις και ο κύκλος συνεχιζόταν. Σπάνια σταματήσαμε για να αντιληφθούμε τι ακριβώς είναι αυτό για το οποίο παλεύουμε. Οι λέξεις ισότητα, δικαιώματα, υποχρεώσεις, σεβασμός ηχούν δυνατά στα αυτιά μου αλλά δεν είναι αυτό το τέλος της ιστορίας. Αν ήταν, οι αλλαγές θα είχαν γίνει, θα δούλευαν όλοι για να φέρνουν χρήματα στο σπίτι, θα μαγείρευαν όλοι, θα άλλαζαν όλοι πάνες και όλοι θα ήταν χαρούμενοι. Η ιστορία δεν έληξε ποτέ γιατι κανένας δεν είναι ικανοποιημένος από τις αλλαγές. Οι άντρες δε θέλουν να ξεσκονίζουν, οι γυναίκες δε θέλουν να πληρώνουν για τις οικογενειακές διακοπές, τα παιδιά δε θέλουν να βρίσκονται μπερδεμένα σε ένα πόλεμο των φύλων, ο οποίος πλέον ζητάει να πληρωθεί με την υποτίμηση του ενός από τον άλλο. Και η παθολογική και καταπιεστική ενθάρρυνση των νέων ανθρώπων να παντρεύονται και να κάνουν οικογένειες έχει το σημερινό αποτέλεσμα: 1 στους 2 γάμους καταλήγουν σε διαζύγιο.
Οι παραδόσεις πρέπει να συμβαδίζουν με τα γεγόνοτα και τις πραγματικές καταστάσεις της εποχής. Η Ελληνική οικογένεια βρίσκεται εδώ και χρόνια σε μία επικίνδυνη έλλειψη ισσοριπίας. Ξέρουμε που θέλαμε να πάμε αλλά δεν ξέρουμε το δρόμο για να φτάσουμε εκεί και ακόμα, 30 χρόνια αργότερα, κάνουμε κύκλους. Κύκλους που αν εμείς επιλέγουμε να τους κάνουμε για να αναφωνήσουμε στο τέλος της διαδρομής ότι νικήσαμε, δεν είναι όμως υποχρεωτικό και οι επόμενες γενιές να τους υπομένουν, στο όνομα δήθεν της τέλειας οικογένειας.