Θεραπευτής-άνθρωπος
Υπάρχει μία έντονη σύγχυση σχετικά με τους ψυχοθεραπευτές και το επάγγελμά μας και θα ήθελα σήμερα να μιλήσω για αυτήν.
Αναφέρομαι στο ότι πολλοί θεραπευόμενοι επιλέγουν να ακυρώνουν συνεδρίες χωρίς ουσιαστικό λόγο και ακόμα και αν ο θεραπευτής έχει προσφέρει κάποια εναλλακτική λύση. Αναφέρομαι επίσης σε θεραπευόμενους οι οποίοι διακόπτουν τη θεραπεία τους χωρίς έστω ένα 'Αντίο'. Νομίζω πως αυτό συμβαίνει για πολλούς λόγους. Πρώτον, υπάρχουν θεραπευτές οι οποίοι μη θέλοντας να ρισκάρουν να χάσουν τον ασθενή (έχουν ήδη δημιουργήσει το σενάριο ότι αναφέροντας αυτό που συμβαίνει θα επέλθει ανεπανόρθωτη ρήξη στη θεραπευτική σχέση), ανέχονται διάφορα σημάδια που προμηνύουν ένα άδοξο τέλος - καθυστερημένη προσέλευση στις συνεδρίες, συνεχείς ακυρώσεις, αδιαφορία για την εύρεση μίας εναλλακτικής μέρας. Υπάρχουν φυσικά και ασθενείς οι οποίοι αντιστέκονται σθεναρά στην αλλαγή και για τους οποίους η θεραπεία είναι απλά ένας τρόπος να αποτύχουν δικαιολογημένα: "Εγώ προσπάθησα, αυτός/αυτή δε με βοήθησε." Με λίγα λόγια, έχουν αποφασίσει να φύγουν πριν καν έρθουν.
Αυτό όμως το οποίο θέλω σήμερα να τονίσω είναι κάτι άλλο. Είναι η αίσθηση που υπάρχει από την πλευρά πολλών ανθρώπων πως, για κάποιο λόγο, οι θεραπευτές οφείλουν να παραμένουν στοϊκοί στις διαρκείς ακυρώσεις ή στις αναπάντεχες (και κατά καιρούς απλήρωτες) αποχωρήσεις. Είναι η αίσθηση πως ο θεραπευτής οφείλει να θυσιάζεται, να επενδύει, να περιμένει και, αν χρειαστεί, να μένει χωρίς εισόδημα επειδή η ψυχοθεραπεία είναι λειτούργημα. Τέλος, είναι μία λανθασμένη εντύπωση πως οι θεραπευτές είναι ψυχροί επαγγελματίες που δε θα ενδιαφερθούν ούτε θα πληγωθούν αν μία μέρα απλά δεν ξαναπατήσουμε για συνεδρία και μετά αρνούμαστε επίμονα να απαντήσουμε στις κλήσεις ανσυχίας τους - πιθανόν να έχει δημιουργηθεί από τον ασθενή ένα σενάριο το οποίο βάζει στο θεραπευτή στη θέση του γονέα που τον επέκρινε όταν δεν ολοκλήρωνε κάτι, πιθανόν να περιμένει ο ασθενής μία απορία ως προς το γιατί έφυγε χωρίς έστω να μας χαιρετήσει και χωρίς να πληρώσει τα χρωστούμενά του. Γιατί, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, οι θεραπευτές ζουν από το επάγγελμά τους και μάλιστα, αν αποφασίσουν να είναι πιο ελαστικοί με τις πληρωμές τους, δεχτούν για παράδειγμα να πληρώνονται κάθε τέλος του μήνα, βασίζονται στην καλή θέληση του θεραπευόμενου να ανταποδώσει τη χειρονομία αυτή με το να είναι τουλάχιστον συνεπής στην ώρα και τις πληρωμές του. Και όταν αυτή η επένδυση χρόνου, αυτή η καλή θέληση, αυτή η προσπάθεια του θεραπευτή δεν ανταποδωθεί, τότε ακόμα και ο επαγγελματίας ψυχικής υγείας μπορεί να νιώσει πληγωμένος και προδωμένος.
Τα γράφω αυτά γιατί είναι τόσο έντονη η ανάγκη του ασθενή να τον ακούσει, να τον καταλάβει και να τον βοηθήσει κάποιος, που ορισμένες φορές δε σταματάει να σκεφτεί πως αυτός που κάθεται απέναντι του εργάζεται σκληρά για να βοηθήσει όσο περισσότερους ανθρώπους μπορεί. Όταν το αντάλλαγμα είναι, όχι απλά άδικο αλλά και αδιάφορα αποφευκτικό, καλό είναι ο καθένας να κάνει μία παύση και να ψάχνει μέσα του ποιά ανάγκη τον ωθεί σε τέτοια συμπεριφορά - και κατά πόσον τελικά ευθύνονται πάντα οι άλλοι, όπως συχνά ισχυρίζεται.